Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Μη σωπαίνεις, δάσκαλε!

Δύσκολη μέρα σήμερα. Σωπαίνει ο δάσκαλος μα όχι για ν' ακούσει το πουλί...Σωπαίνει για να μην απολυθεί. Μη και φανεί πως θέλει να ΄ναι ελεύθερος, μην κι ακουστεί πως σπέρνει σπόρους καρπών απαγορευμένων. Ο δάσκαλος είναι εχθρός. Η παιδεία δεν είναι αγαθό των πολλών αλλά δικαίωμα των προνομιούχων. Αλλιώς πώς εξηγείται πως την ίδια στιγμή που κλείνουν τα δημόσια σχολεία, απολύονται δάσκαλοι και καταργούνται ειδικότητες, οι αρμόδιοι εγκαινιάζουν ιδιωτικά ΙΕΚ; Ευτυχώς εξαιρέθηκαν της απόλυσης όσοι εργάζονται στα κομματικά και τα πολιτικά γραφεία. Οι δάσκαλοι της τάξης περισσεύουν, οι χαρτοκώληδες των γραφείων τους όμως χρειάζονται ακόμη. Γιατί η δουλειά εκεί δεν έχει πέσει, γιατί τα μαγαζάκια τους είναι τα μόνα ανοιχτά στην πιάτσα...
Προσπαθώ να κρατηθώ από όσα όμορφα πράγματα έχω φυλάξει βαθιά μέσα μου, για να μην με παρασύρει το ρεύμα, για να μην ξεχάσω ποια είμαι, για να μη με αναγκάσει ο φόβος να αρνηθώ πριν " ο αλέκτωρ λαλήσει τρις ", ό,τι πιο πολύ αγάπησα. Μια τέτοια μαγική στιγμή ήταν, όταν στο τέλος της χρονιάς διάβασα στα πιτσιρίκια μου το απόσπασμα από την " αναφορά στο Γκρέκο " του Καζαντζάκη. Όχι από το σχολικό βιβλίο  βέβαια... 
Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και τα παράθυρα ορθάνοιχτα. Τα αγρίμια μου ήταν τόσο ήσυχα ...Μου έχει συμβεί πολλές φορές με τον Καζαντζάκη να με ακούνε ακόμη κι εκείνα τα παιδιά που λες πως δε θα νοιάζονταν ποτέ.
Όταν τελείωσα το διάβασμα, άρχισε να κελαηδάει ένα κοτσύφι στο δέντρο έξω από την τάξη μας, τόσο καθαρά σαν να' ταν βαλτό.
Τα μάτια άνοιξαν διάπλατα και  οι φήμες για τις μαγικές μου ικανότητες ενισχύθηκαν . Δεν ακούστηκε ούτε ψίθυρος, να μη χαλάσει το όνειρο. Μόνο όταν πέταξε το κοτσύφι αρχίσαμε να μιλάμε όλοι μαζί σαν να θέλαμε να σιγουρευτούμε πως στ' αλήθεια είχαμε ζήσει τούτο το θαύμα! 






Σώπα, δάσκαλε!
 
Στην Τρίτη τάξη είχαμε δάσκαλο τον Περίανδρο Κρασάκη. Αυτός είχε μανία με την καθαριότητα. Κάθε μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τα’ αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια. Δεν έδερνε, δεν παρακαλούσε, μα έλεγε:
-Ζώα, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας ανθρώποι. Τι θα πει μαθές άνθρωπος; Αυτός που πλένεται με σαπούνι. Τα μυαλό δε φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πώς θα παρουσιαστείτε στο Θεό με τέτοια χέρια; Πηγαίνετε έξω στην αυλή να πλυθείτε.
Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακρά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλιτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο. Γιατί πολύ αγαπούσαμε τον πετροπόλεμο και συχνά πηγαίναμε στο σκολειό με το κεφάλι σπασμένο.
Μια μέρα, ήταν άνοιξη, χαρά Θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε για οξείες και περισπωμένες. Κι ίσια ίσια ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ’χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο:

-Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί!

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ: ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
Εκδόσεις ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου