Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Για εκείνον που έφυγε...

Διάφανος, τυλιγμένος φως,
Να τον στριμώχνει έχει αρχίσει τούτο το κουκούλι.
Δεν είναι  άλλος για κείνον δρόμος πια παρά ν’ ανέβει...
Κι όσο ανηφορίζει, τόσο μεγαλώνουν τα φτερά του.
Κι όσο τον παζαρεύω μ’ αγκαλιές, τόσο τον χάνω.
Γίνηκα ήδη νοσταλγός,
που πάει να πει πως το ταξίδι έχει ήδη ξεκινήσει
κι οι βεβαιότητες γίνονται δάκρυα
που στάζουν στα παράθυρα το ξημέρωμα.
Αυτό που νόμιζα πως είχα δεν το 'χω πια
Κι εκείνο τ’ άλλο, που ποτέ δεν ήξερα πως έχω,
Να με χαϊδέψει έρχεται, με χάδι άυλο,

Τα μάτια μου σαν κλείνω...

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Η γιορτή της μητέρας (μου)

Εμένα η μαμά μου είναι μια απαλή, φωτεινή μπαλίτσα στο στήθος μου.
Είναι η ζέστη της αγκαλιάς μα αγκαλιά δεν είναι. 
Είναι το πιο λαμπερό βότσαλο στο βυθό του Λιβυκού. 
Είναι ο κότσυφας που με ξυπνάει κάθε ξημέρωμα με το κελάηδημά του μόνο και μόνο για να με καθησυχάσει και να μ' αφήσει να γυρίσω πλευρό χαμογελώντας, δίχως ν' ανοίξω τα μάτια μου.
Ίσως γιατί κι εκείνη, αυτή την ήσυχη ώρα προτιμούσε. Την απολάμβανε πίνοντας τον καφέ της στα σκοτεινά κι ύστερα, όταν όλοι ξυπνούσαν πήγαινε ξανά για ύπνο μήπως ξορκίσει με τα όνειρα το φόβο της μέρας που ερχόταν.
Είναι η απατηλή χαρά των δικών μου ονείρων και το δειλό χάδι πάνω σε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, μιας ανάμνησης που δεν μου ανήκει, μιας μάνας παιδί, μιας μάνας έφηβης, μιας μάνας ερωτευμένης...Αλήθεια η μαμά μου μου ανήκε τότε;
Είναι η αγωνία και το χτυποκάρδι μου όταν την ψάχνω παντού μέσα μου, όταν πιο πολύ τη χρειάζομαι,  κι αυτή δεν είναι πουθενά. και τότε είναι που τρέμω πως στ' αλήθεια την έχασα οριστικά.
Είναι η απόγνωσή μου όταν ψάχνω να βρω τη μυρωδιά της σ' ένα παλιό της ρούχο, το μόνο αιχμηρό που κράτησα για να ξύνω ηδονικά  μια πληγή που πάει να κλείσει.
Η μαμά μου μ' άφησε για πάντα σ' ένα όνειρο μια νύχτα στη Βουδαπέστη, στο πρώτο μου " μεγάλο ταξίδι ". Ακόμα και τώρα μπορώ να ανακαλέσω με άνεση το γκρίζο λιμάνι, το πνιγμένο στην ομίχλη. Ποιες εικόνες το γέννησαν άραγε; Βλέπω το τεράστιο πλοίο να απομακρύνεται αργά, κι ακούω και τα σχοινιά να τρίζουν καθώς τεντώνονται στους δεμένους ακόμη κάβους τους .
Φοβάμαι τόσο να μην σπάσουν κι από την άλλη το περιμένω, νιώθω δέος γιατί ξέρω πως μετά θα' μαι ελεύθερη. Εγώ θα 'μαι ελεύθερη από κείνη ή εκείνη από μένα; Δεν έχω αποφασίσει ακόμη ποια από τις δυο μας ήταν το καράβι και ποια το λιμάνι. Ποια από τις δυο μας ελευθέρωσε την άλλη...
Δε φοβάμαι πια να την αφήσω μόνη της γιατί την κουβαλάω παντού. Δε χρειάζεται τίποτα να της περιγράψω, τίποτα να της διηγηθώ γιατί ακούει με τ' αυτιά μου και βλέπει με τα μάτια μου. 
Μου μιλάει συχνά με τη φωνή της αδερφής μου, μου αποκαλύπτεται τις πιο απρόσμενες στιγμές με τους πιο απίστευτους τρόπους. 
Παλιά φοβόμουν, ίσως και τώρα ακόμη νιώθω ένα τσίμπημα κάθε φορά που νομίζω πως την έχω ξεχάσει. Και τότε που ψάχνω τις φωτογραφίες της να την ορίσω με λέξεις, με αισθήσεις, για να τη φυλακίσω πάλι. Λέω δυνατά για να μ' ακούσω " Η μαμά μου είχε όμορφα, θλιμμένα  πράσινα μάτια. Είχε σχήμα, είχε χρώμα, είχε φωνή. Η μαμά μου είχε, ήταν. Η μαμά μου ήταν. Ήταν. Ήταν. Η μαμά μου ήταν ".
Το ξέρω πως δεν πρέπει να φοβάμαι, πως είναι χαζό.  Είναι σαν να φοβάμαι που δε βλέπω τον ήλιο, όταν έχει συννεφιά.
Δε θα σου χαρίσω λουλούδια σήμερα, μαμά. Μα θα σου πω πως σ'αγαπώ για το φως και το σκοτάδι σου. Για τους ήλιους και τα απύθμενα πηγάδια σου. Για όσα μου 'δωσες και για όσα μου αρνήθηκες.










Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Άρχισαν τα όργανα...

Η αξιολόγηση μας χτύπησε την πόρτα και ξαφνικά ξυπνήσαμε. Τώρα απ’ έξω μας τη χτύπησε, από μέσα, αυτό δεν μπορώ να το πω  με βεβαιότητα. Όλο τούτο μοιάζει σαν να βαδίζαμε σ’ένα δρόμο  χρόνια τώρα και να βλέπαμε ταμπέλες που έλεγαν «γκρεμός». Τώρα που βρεθήκαμε στο χείλος αρχίζουμε να σπρώχνουμε ο ένας τον άλλο προς τα πίσω και να ποδοπατιόμαστε μπας και σωθούμε. Φευ!
Λες και δεν μας αφορούσε όταν μία μία οι χώρες της ΕΕ έμπαιναν στο χορό. Λες και δεν το ψυχανεμιζόμαστε όταν επιτρέπαμε στη ΔΟΕ να λέει ένα στείρο «όχι» στην αξιολόγηση μέχρι την ύστατη στιγμή, όταν καίγαμε μόνοι μας κάθε διαπραγματευτικό χαρτί.
Δε μας πείραξε, τους παλιότερους, ούτε όταν άρχισαν να διορίζονται δάσκαλοι με εξευτελιστικούς μισθούς γιατί δεν μας περνούσε από το μυαλό ότι θα ΄ρθει η ώρα που θα ‘ναι πιο ανταγωνιστικοί από τους δικούς μας, ότι θα ΄ρθει η στιγμή που θα ‘μαστε φύρα.
Η τελευταία συνέλευση του κλάδου μας με έκανε για άλλη μια φορά να αναρωτιέμαι. Κι άλλη φορά μου έχει συμβεί να αμφιβάλω για την κρίση μου. Το μόνο μου επιχείρημα  ήταν πως δεν μπορεί  όλοι οι άλλοι να έχουν άδικο κι εγώ να έχω δίκιο. Στην πορεία αποδείχτηκε ακριβώς το αντίθετο. Είπα πως δε θα αφήσω να μου συμβεί ξανά. Κι έφυγα ακριβώς στο σημείο που ένιωσα σαν θεατής  στην αρένα της Ρώμης να περιμένει τον επόμενο διευθυντή που θα πέσει (ή θα ρίξουν ) στα λιοντάρια.
Δε φοβάμαι τους λύκους. Δεν ανατριχιάζω στα ουρλιαχτά τους. Φοβάμαι πιο πολύ τα πρόβατα που ντύνονται τις προβιές των λύκων και τους λύκους που βελάζουν έξω από το καλύβι μου. Στον αληθνό κόσμο, δεν είναι όλοι οι δάσκαλοι καλοί, δεν είναι όλοι οι διευθυντές κακοί. Και είμαι σίγουρη πως όσοι τη γλιτώσουν είναι γιατί έχουν ήδη προμηθευτεί τα "σωσίβιά" τους κι όχι γιατί είναι ικανότεροι από μένα.
Δεν ξεδιψάω με αίμα Διευθυντών. Δεν ηδονίζομαι στη θέα στελεχών κρεμασμένων ανάποδα, δε χειροκροτώ τις παραιτήσεις. Δε θέλω να στηρίξω το μέλλον μου σε πτώματα. Είμαι προδότρα;
Εκτιμώ, σέβομαι και θαυμάζω όσους παραιτούνται για να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια, όσους θέλουν να έχουν συνέπεια τα λόγια και οι πράξεις τους. Μα ως εκεί. Γιατί αυτή είναι προσωπική υπόθεση του καθενός και δεν βλέπω σε τι θα βοηθήσει τον «αγώνα» μας, όσο γίνεται τοπικά, αποσπασματικά, παρορμητικά, χωρίς σχέδιο . Ως εκεί γιατί δεν είμαι στη θέση τους και δε θα ‘θελα να είμαι...Χίλιες φορές να περιμένω τη σειρά μου να ριχτώ στη θάλασσα  ως πλεονάζον βάρος παρά να δίνω διαταγή όρθια στην πλώρη αυτού του σαπιοκάραβου.
Δε θα ‘θελα να είμαι στη θέση ούτε εκείνων των άλλων διευθυντών που είναι άξιοι, που είναι συνάδελφοι, που όχι μόνο δεν φοβούνται την τάξη αλλά η τάξη τους έχασε. Που συνεχίζουν να ονειρεύονται και να μπαλώνουν τις τρύπες στα γόνατα με ουράνια τόξα. Που ξέρουν να ακούνε, να σέβονται,  να εκτιμούν και να εμπνέουν. Που είναι γεμάτα τα γραφεία τους με παιδιά και τα βάζα τους γεμάτα καραμέλες, που δεν τσιγγουνεύονται τα «μπράβο» και τα χαμόγελα...
Υπάρχουν κάποιοι δάσκαλοι διευθυντές και κάποιοι διευθυντές δάσκαλοι. Που οι σύντροφοί τους τους εμπιστεύονται, που τους ζητούν να μην παραιτηθούν μα να μείνουν εκεί για να παλέψουν.

Στους διευθυντές της καρδιάς μας ...