Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Για εκείνον που έφυγε...

Διάφανος, τυλιγμένος φως,
Να τον στριμώχνει έχει αρχίσει τούτο το κουκούλι.
Δεν είναι  άλλος για κείνον δρόμος πια παρά ν’ ανέβει...
Κι όσο ανηφορίζει, τόσο μεγαλώνουν τα φτερά του.
Κι όσο τον παζαρεύω μ’ αγκαλιές, τόσο τον χάνω.
Γίνηκα ήδη νοσταλγός,
που πάει να πει πως το ταξίδι έχει ήδη ξεκινήσει
κι οι βεβαιότητες γίνονται δάκρυα
που στάζουν στα παράθυρα το ξημέρωμα.
Αυτό που νόμιζα πως είχα δεν το 'χω πια
Κι εκείνο τ’ άλλο, που ποτέ δεν ήξερα πως έχω,
Να με χαϊδέψει έρχεται, με χάδι άυλο,

Τα μάτια μου σαν κλείνω...

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Η γιορτή της μητέρας (μου)

Εμένα η μαμά μου είναι μια απαλή, φωτεινή μπαλίτσα στο στήθος μου.
Είναι η ζέστη της αγκαλιάς μα αγκαλιά δεν είναι. 
Είναι το πιο λαμπερό βότσαλο στο βυθό του Λιβυκού. 
Είναι ο κότσυφας που με ξυπνάει κάθε ξημέρωμα με το κελάηδημά του μόνο και μόνο για να με καθησυχάσει και να μ' αφήσει να γυρίσω πλευρό χαμογελώντας, δίχως ν' ανοίξω τα μάτια μου.
Ίσως γιατί κι εκείνη, αυτή την ήσυχη ώρα προτιμούσε. Την απολάμβανε πίνοντας τον καφέ της στα σκοτεινά κι ύστερα, όταν όλοι ξυπνούσαν πήγαινε ξανά για ύπνο μήπως ξορκίσει με τα όνειρα το φόβο της μέρας που ερχόταν.
Είναι η απατηλή χαρά των δικών μου ονείρων και το δειλό χάδι πάνω σε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, μιας ανάμνησης που δεν μου ανήκει, μιας μάνας παιδί, μιας μάνας έφηβης, μιας μάνας ερωτευμένης...Αλήθεια η μαμά μου μου ανήκε τότε;
Είναι η αγωνία και το χτυποκάρδι μου όταν την ψάχνω παντού μέσα μου, όταν πιο πολύ τη χρειάζομαι,  κι αυτή δεν είναι πουθενά. και τότε είναι που τρέμω πως στ' αλήθεια την έχασα οριστικά.
Είναι η απόγνωσή μου όταν ψάχνω να βρω τη μυρωδιά της σ' ένα παλιό της ρούχο, το μόνο αιχμηρό που κράτησα για να ξύνω ηδονικά  μια πληγή που πάει να κλείσει.
Η μαμά μου μ' άφησε για πάντα σ' ένα όνειρο μια νύχτα στη Βουδαπέστη, στο πρώτο μου " μεγάλο ταξίδι ". Ακόμα και τώρα μπορώ να ανακαλέσω με άνεση το γκρίζο λιμάνι, το πνιγμένο στην ομίχλη. Ποιες εικόνες το γέννησαν άραγε; Βλέπω το τεράστιο πλοίο να απομακρύνεται αργά, κι ακούω και τα σχοινιά να τρίζουν καθώς τεντώνονται στους δεμένους ακόμη κάβους τους .
Φοβάμαι τόσο να μην σπάσουν κι από την άλλη το περιμένω, νιώθω δέος γιατί ξέρω πως μετά θα' μαι ελεύθερη. Εγώ θα 'μαι ελεύθερη από κείνη ή εκείνη από μένα; Δεν έχω αποφασίσει ακόμη ποια από τις δυο μας ήταν το καράβι και ποια το λιμάνι. Ποια από τις δυο μας ελευθέρωσε την άλλη...
Δε φοβάμαι πια να την αφήσω μόνη της γιατί την κουβαλάω παντού. Δε χρειάζεται τίποτα να της περιγράψω, τίποτα να της διηγηθώ γιατί ακούει με τ' αυτιά μου και βλέπει με τα μάτια μου. 
Μου μιλάει συχνά με τη φωνή της αδερφής μου, μου αποκαλύπτεται τις πιο απρόσμενες στιγμές με τους πιο απίστευτους τρόπους. 
Παλιά φοβόμουν, ίσως και τώρα ακόμη νιώθω ένα τσίμπημα κάθε φορά που νομίζω πως την έχω ξεχάσει. Και τότε που ψάχνω τις φωτογραφίες της να την ορίσω με λέξεις, με αισθήσεις, για να τη φυλακίσω πάλι. Λέω δυνατά για να μ' ακούσω " Η μαμά μου είχε όμορφα, θλιμμένα  πράσινα μάτια. Είχε σχήμα, είχε χρώμα, είχε φωνή. Η μαμά μου είχε, ήταν. Η μαμά μου ήταν. Ήταν. Ήταν. Η μαμά μου ήταν ".
Το ξέρω πως δεν πρέπει να φοβάμαι, πως είναι χαζό.  Είναι σαν να φοβάμαι που δε βλέπω τον ήλιο, όταν έχει συννεφιά.
Δε θα σου χαρίσω λουλούδια σήμερα, μαμά. Μα θα σου πω πως σ'αγαπώ για το φως και το σκοτάδι σου. Για τους ήλιους και τα απύθμενα πηγάδια σου. Για όσα μου 'δωσες και για όσα μου αρνήθηκες.










Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Άρχισαν τα όργανα...

Η αξιολόγηση μας χτύπησε την πόρτα και ξαφνικά ξυπνήσαμε. Τώρα απ’ έξω μας τη χτύπησε, από μέσα, αυτό δεν μπορώ να το πω  με βεβαιότητα. Όλο τούτο μοιάζει σαν να βαδίζαμε σ’ένα δρόμο  χρόνια τώρα και να βλέπαμε ταμπέλες που έλεγαν «γκρεμός». Τώρα που βρεθήκαμε στο χείλος αρχίζουμε να σπρώχνουμε ο ένας τον άλλο προς τα πίσω και να ποδοπατιόμαστε μπας και σωθούμε. Φευ!
Λες και δεν μας αφορούσε όταν μία μία οι χώρες της ΕΕ έμπαιναν στο χορό. Λες και δεν το ψυχανεμιζόμαστε όταν επιτρέπαμε στη ΔΟΕ να λέει ένα στείρο «όχι» στην αξιολόγηση μέχρι την ύστατη στιγμή, όταν καίγαμε μόνοι μας κάθε διαπραγματευτικό χαρτί.
Δε μας πείραξε, τους παλιότερους, ούτε όταν άρχισαν να διορίζονται δάσκαλοι με εξευτελιστικούς μισθούς γιατί δεν μας περνούσε από το μυαλό ότι θα ΄ρθει η ώρα που θα ‘ναι πιο ανταγωνιστικοί από τους δικούς μας, ότι θα ΄ρθει η στιγμή που θα ‘μαστε φύρα.
Η τελευταία συνέλευση του κλάδου μας με έκανε για άλλη μια φορά να αναρωτιέμαι. Κι άλλη φορά μου έχει συμβεί να αμφιβάλω για την κρίση μου. Το μόνο μου επιχείρημα  ήταν πως δεν μπορεί  όλοι οι άλλοι να έχουν άδικο κι εγώ να έχω δίκιο. Στην πορεία αποδείχτηκε ακριβώς το αντίθετο. Είπα πως δε θα αφήσω να μου συμβεί ξανά. Κι έφυγα ακριβώς στο σημείο που ένιωσα σαν θεατής  στην αρένα της Ρώμης να περιμένει τον επόμενο διευθυντή που θα πέσει (ή θα ρίξουν ) στα λιοντάρια.
Δε φοβάμαι τους λύκους. Δεν ανατριχιάζω στα ουρλιαχτά τους. Φοβάμαι πιο πολύ τα πρόβατα που ντύνονται τις προβιές των λύκων και τους λύκους που βελάζουν έξω από το καλύβι μου. Στον αληθνό κόσμο, δεν είναι όλοι οι δάσκαλοι καλοί, δεν είναι όλοι οι διευθυντές κακοί. Και είμαι σίγουρη πως όσοι τη γλιτώσουν είναι γιατί έχουν ήδη προμηθευτεί τα "σωσίβιά" τους κι όχι γιατί είναι ικανότεροι από μένα.
Δεν ξεδιψάω με αίμα Διευθυντών. Δεν ηδονίζομαι στη θέα στελεχών κρεμασμένων ανάποδα, δε χειροκροτώ τις παραιτήσεις. Δε θέλω να στηρίξω το μέλλον μου σε πτώματα. Είμαι προδότρα;
Εκτιμώ, σέβομαι και θαυμάζω όσους παραιτούνται για να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια, όσους θέλουν να έχουν συνέπεια τα λόγια και οι πράξεις τους. Μα ως εκεί. Γιατί αυτή είναι προσωπική υπόθεση του καθενός και δεν βλέπω σε τι θα βοηθήσει τον «αγώνα» μας, όσο γίνεται τοπικά, αποσπασματικά, παρορμητικά, χωρίς σχέδιο . Ως εκεί γιατί δεν είμαι στη θέση τους και δε θα ‘θελα να είμαι...Χίλιες φορές να περιμένω τη σειρά μου να ριχτώ στη θάλασσα  ως πλεονάζον βάρος παρά να δίνω διαταγή όρθια στην πλώρη αυτού του σαπιοκάραβου.
Δε θα ‘θελα να είμαι στη θέση ούτε εκείνων των άλλων διευθυντών που είναι άξιοι, που είναι συνάδελφοι, που όχι μόνο δεν φοβούνται την τάξη αλλά η τάξη τους έχασε. Που συνεχίζουν να ονειρεύονται και να μπαλώνουν τις τρύπες στα γόνατα με ουράνια τόξα. Που ξέρουν να ακούνε, να σέβονται,  να εκτιμούν και να εμπνέουν. Που είναι γεμάτα τα γραφεία τους με παιδιά και τα βάζα τους γεμάτα καραμέλες, που δεν τσιγγουνεύονται τα «μπράβο» και τα χαμόγελα...
Υπάρχουν κάποιοι δάσκαλοι διευθυντές και κάποιοι διευθυντές δάσκαλοι. Που οι σύντροφοί τους τους εμπιστεύονται, που τους ζητούν να μην παραιτηθούν μα να μείνουν εκεί για να παλέψουν.

Στους διευθυντές της καρδιάς μας ... 

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Φτάνει πια!

Ας  το πάρουμε απόφαση πως οι Έλληνες πλεονάζουν. Το σχολείο έκλεισε λέει αλλά οι γονείς και οι μαθητές δε νοιάζονται γι΄αυτό. Ρωτάνε για τα τρόφιμα που δίνονταν μέσω του σχολείου.Ας μην έχουν σχολεία και καθηγητές. Τα τρόφιμα όμως; Τα τρόφιμα θα εξακολουθήσουν να δίνονται από τα κλειστά σχολεία; Τι να την κάνεις την Ιστορία, τη Λογοτεχνία, τα Μαθηματικά αν δεν έχεις να φας; ούτε λόγος φυσικά για ειδικότητες. Ξένες γλώσσες; Γυμναστική; Πληροφορική; Θέατρο; Εικαστικά; Ραπανάκια για την όρεξη;
Στο σχολείο που δούλευα οι καλοπληρωμένοι δάσκαλοι ντρέπονταν να φάνε το κολατσιό τους στο διάλειμμα μπροστά στα παιδιά και κρύβονταν στο γραφείο για να μην προκαλούν. Πολλοί άλλοι μαζεύουν ρούχα και παιχνίδια για τους μαθητές τους. Είναι οι ίδιοι που, χρόνια τώρα, ακόμη και τότε που νομίζαμε πως τα πράγματα πήγαιναν καλά, πλήρωναν μόνοι τους από το υστέρημά τους για την υλικοτεχνική υποδομή της τάξης τους. Είναι εκείνοι που στελέχωναν οι ίδιοι τις Βιβλιοθήκες των σχολείων τους, που δούλευαν σκληρά και τα απογεύματα και στις διακοπές τους( ποιος ξέρει πως οι δάσκαλοι δουλεύουν και στο σπίτι; ). Είναι εκείνοι που ξεχρεώνουν έναν Η/Υ σε πέντε χρόνια, γιατί ο μισθός δε φτάνει αλλά χωρίς αυτόν δεν μπορούν να δουλέψουν. Τον κουβαλάνε μάλιστα στο σχολέιο καθημερινά γιατί τη στιγμή που στην Ολλανδία ανοίγουν τα σχολεία "Steeve Jobs", στην Ελλάδα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη δέκα δάσκαλοι μαλλιοτραβιούνται για έναν ετοιμοθάνατο υπολογιστή.  Είναι εκείνοι που βραβεύτηκαν,όπως η Αγγελική Καμπούρη, καθηγήτρια του 1ου ΕΠΑΛ Νέας Ιωνίας, για  την καινοτόμα δράση τους   και τώρα περισσεύουν. Όχι πως κρίθηκαν ανάξιοι ως δάσκαλοι, απλά περισσεύουν σ΄έναν κόσμο που δεν έχει θέση για όλους.( http://panosz.wordpress.com/2013/07/21/success-story-10/ )

... και σε πέντε έξι εβδομάδες και σε πέντε έξι εβδομάδες,
σωθήκαν ό ό όλες οι τροφές, σωθήκαν ό ό όλες οι τροφές
και τότε ρίξανε τον κλήρο και τότε ρίξανε τον κλήρο,
να δούνε ποιος ποιος, ποιος θα φαγωθεί 
να δούνε ποιος ποιος, ποιος θα φαγωθεί
κι ο κλήρος πέφτει...

Αφιερωμένο το παιδικό τραγουδάκι ( μια και περί παιδείας ο λόγος ) σε όλους εκείνους, όλους όμως κάθε χρώματος και απόχρωσης, που δε θα λείψει ποτέ από τα παιδιά τους το φαγητό και το παιχνίδι, που δε θα χρειαστεί να νοσηλευτούν σε διαλυμένα νοσοκομεία, που δε θα τους περάσει ποτέ από το μυαλό να κρεμαστούν από τις πανάκριβες γραβάτες τους. Παράξενο δεν είναι που από τις χιλιάδες αυτοκτονίες που έχουμε ακούσει, ούτε μια δεν αφορά κάποιον ιθύνοντα ή την οικογένειά του; Οι Ερινύες που είναι ρε παιδιά, απεργούν ή έχουν πάρει μίζα για να κάνουν το κορόιδο και λιάζονται σε καμιά παραλία;
 Αφιερωμένο επίσης σε όλους εμάς που εξακολουθούμε να βλέπουμε κόκκινο, πράσινο, γαλάζιο ένα κόσμο μαύρο κι άραχλο. Που δεν είμαστε μια γροθιά γιατί έχουμε λέει διαφορετικό ιδεολογικό πλαίσιο... Που δε διδαχτήκαμε τίποτα από την ιστορία μας κι εξακολουθούμε να είμαστε έρμαια των λαθών μας και των παθών μας...


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Ντου γιου σπικ γκρικ;

Με μπερδεύουν λίγο οι λέξεις τελευταία κι ας θεωρούνταν το δυνατό μου σημείο, ένεκα γαρ τριτοδεσμίτισσα!
Κατ΄αρχήν η "κινητικότητα"! Τι ωραία λέξη! Σε παραπέμπει στη δράση, την εξέλιξη, την αλλαγή. Σου θυμίζει κύματα, νερό που κυλάει, σύννεφα που τρέχουν... Τελευταία ακούω κινητικότητα και με πιάνει σύγκρυο. Αυτόματα μου έρχονται στο μυαλό αγχόνες, βάλτοι, τούνελ σκοτεινά, άνθρωποι με κουκούλες και προτεταμένα χέρια, άνθρωποι χαμένοι με σφραγισμένα με αριθμούς τα χέρια τους.1821, 1822,1823...Πόσοι ακόμη πρέπει να χαθούν; Πόσοι; Γιατί; Για να σωθούν οι υπόλοιποι; Για να σωθεί η χώρα;
Από τη " διαθεσιμότητα " πάλι, η μόνη ερμηνεία που είχα κρατήσει ήταν η δυνατότητα διάθεσης και δη η ερωτική διαθεσιμότητα. Καλοκαιράκι ήρθε, ταξίδια ( λέμε τώρα ), έξοδοι, γνωριμίες, φλερτ...
Πάει κι αυτό!  Διαθεσιμότητα= πάπαλα, καπούτ, σε φινί. αλέ. Κομπρενέ;
Η διαθεσιμότητα είναι μια βαριά μεταλλική πόρτα που κλείνει πίσω σου απότομα, αιφνιδιαστικά κι αφήνει απ' έξω τις ελπίδες σου, τα όνειρά σου, την αξιοπρέπειά σου, τις δυνατότητες, τις πιθανότητες, το μέλλον σου και το μέλλον των παιδιών σου.
Πρέπει να κάνω update στο προσωπικό μου λεξικό γιατί αλλιώς μαζί με τα υπόλοιπα προβλήματα θα αποκτήσω και πρόβλημα επικοινωνίας!



Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Μαθήματα ελληνικής υστερίας...


Καημένε Άλμπερτ, δεν έχουν αλλάξει και πολλά από την εποχή σου, τουλάχιστον όχι προς το καλύτερο...
Οι κουβέντες για την αξιολόγηση έχουν πάψει, προφανώς γιατί βρέθηκαν νέοι, εναλλακτικοί τρόποι για να εκπαραθυρωθεί κόσμος. Άμεσοι, αποτελεσματικοί. διάφανοι!
 Κανονικά θα έπρεπε να ευγνωμονούμε τους υπεύθυνους που σκέφτηκαν κι άλλους τρόπους για εμάς και σώζουν την αξιοπρέπεια και την τιμή μας γιατί, πώς να το κάνουμε βρε αδερφέ, για ένα κούτελο ζούμε!
Το ίδιο είναι να εκδιωχθείς επειδή δεν κρίθηκες άξιος και το ίδιο επειδή απλά ήρθε η σειρά σου να αλεστείς στην κιμαδομηχανή; Έτσι τουλάχιστον μπορείς να αντικρίσεις στα μάτια τους πρώην μαθητές σου. Μπορείς να είσαι περήφανος που αποτελείς έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα όλων εκείνων που βοήθησαν αυτή τη χώρα να μη βουλιάξει στους αιώνες, παρά τους αλλεπάλληλους κλυδωνισμούς. Που έγινες κι εσύ ένας Κολοκοτρώνης ( δε μιλάω για την υγρή τρύπα που σε φυλάκισαν  στο Ναύπλιο ), ένας Νικήτας Σταματελόπουλος ( δε λέω για τη σύνταξη που σου αρνήθηκαν, για την άδεια επαιτείας τις Παρασκευές έξω από το ναό της Ευαγγελιστρίας, που τόσο γενναιόδωρα σου χαρίστηκε, μιλάω ), μια Μαντώ Μαυρογένους  έστω  (που πέρασες τα γεράματά σου σε απόλυτη ένδεια, προσπαθώντας να πείσεις το ελληνικό κράτος πως δεν ήσουν έφεδρη, πολλώ δε μάλλον χήρα, αφού δεν είχες παντρευτεί ποτέ ). 
Έχεις χάρη λοιπόν και ζεις, αγαπητέ και μην βαρυγκομάς. Εκτός, αν προτιμούσες τη μοίρα στης Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας που της απονεμήθηκε ο βαθμός του " ναυάρχου ", μετά θάνατον  βεβαίως βεβαίως. Το ελληνικό κράτος ανέκαθεν έδειχνε ιδιαίτερη ευαισθησία στους νεκρούς. Άλλωστε το πιστοποιητικό θανάτου είναι το υπ΄αριθμόν 1 δικαιολογητικό που μπορεί να οδηγήσει πάραυτα στη δικαίωση του Έλληνα πολίτη.Γι' αυτό σου λέω, μη γκρινιάζεις. Υπάρχουν και χειρότερα...
Στα πλαίσια της εξυγίανσης και της αναδιάρθρωσης λοιπόν , καταργούνται ειδικότητες και απολύονται εκπαιδευτικοί της τεχνολογικής εκπαίδευσης. Με ποια κριτήρια δε γνωρίζω. Γνωρίζω όμως πως τόσα χρόνια συζητούσαμε για το έλλειμμα που έχουμε στην τεχνολογική εκπαίδευση, για την ευκολία των μαθητών μας να λύνουν τύπους και εξισώσεις στα χαρτιά αλλά να μη διαθέτουν την ίδια άνεση όταν πρόκειται να δέσουν τα κορδόνια τους ή να συναρμολογήσουν ένα τραπεζάκι του IKEA. 
Αφού λοιπόν η τεχνολογική εκπαίδευση ήταν ανεπαρκής, ας την καταργήσουμε εντελώς. Το να την καταστήσουμε επαρκή θα ήτο χρονοβόρον, πολυδάπανον και ασύμφορον δια τους δανειστάς μας, ο Θεός να τους έχει καλά!
Κι όσο για τα παιδιά που θα έκλιναν προς τα εκεί, ε μικρά είναι, ας αλλάξουν κατεύθυνση κι ας πάρουν θεωρητική. Στο κάτω κάτω τι εξάγουμε; Παρελθόν και φιλοσοφία, τζατζίκι, μουσακά κι από Καζαντζάκη το συρτάκι του Ζορμπά. Αυτά τα μαθαίνεις και σε ταχύρρυθμο τμήμα, λίγο πριν έρθουν τα ξενάκια μας για τις διακοπές τους...
Και τώρα, για να είμαστε δίκαιοι, πάρτε όλοι σειρά και δοκιμάστε να σκαρφαλώσετε στο δέντρο.!




Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ένας αλλιώτικος σαμάνος

Τον Fortino Samano μου τον σύστησε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, μέσα από το ομώνυμο τραγούδι του. 
Αν συναντούσα τη φωτογραφία του πιο πριν, θα την προσπερνούσα. Ο Fortino Samano λοιπόν , ο Μεξικανός υπολοχαγός του Ζαπάτα,  είναι εδώ και μας κοιτά με το παγωμένο χαμόγελό του από το 1917 και εις το διηνεκές...Δευτερόλεπτα πριν την εκτέλεσή του ζήτησε ένα τσιγάρο και πόζαρε ακουμπισμένος σε ένα πέτρινο τοίχο, χαμογελώντας άφοβα στο φακό του Agustin Victor-Casasola.
Ήταν η τελευταία του φωτογραφία πριν την εκτέλεσή του από τον ομοσπονδιακό στρατό. 
Ο Βραζιλιάνος φωτογράφος Salgado έγραψε για λεζάντα στη φωτογραφία αυτή: «Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο πριν από την εκτέλεσή του. Βλέπουμε έναν άνθρωπο σε ειρήνη με τον εαυτό του και με τον θάνατο». 
Χάζεψα πολλές φορές τη φωτογραφία αυτή προσπαθώντας να φανταστώ τι να ένιωθε αυτός ο άνθρωπος εκείνη τη στιγμή. Δεν ξέρω αν ο Σαλγάδο έβαλε την αληθινή λεζάντα ή εκείνη που εκείνος θεωρούσε ως τέτοια. Δεν γνωρίζω καν, αν τελικά ο αγαπημένος μου " ποιητής " έγραψε στίχους που να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα του Σαμάνο ή τη δική του...
Συχνά τον σκέφτομαι τελευταία το " σαμάνο ". Τον σκέφτομαι κάθε φορά που η ζωή με κουτουλάει και προσπαθεί να με ξυπνήσει. Τον σκέφτομαι την ώρα που η δική μου, η δική σας πραγματικότητα εισβάλλει στα όνειρά μου και τα στραγγαλίζει στην κούνια τους, τον σκέφτομαι κάθε φορά που παρακολουθώ την ΕΡΤ , έστω από τις συχνότητες που της έχουν παραχωρηθεί, γιατί το φάντασμα της ΔΤ δεν αντέχω να το δω.Τον σκέφτομαι όταν αντικρίζω  τα μάτια των μαθητών μου που παρά τις καλές προθέσεις μου πιστεύω κατά βάθος πως θα γίνουν βορά στους λύκους... 
Τον σκέφτομαι όταν βλέπω στους δρόμους που κάποιοι διαδηλώνουν άλλοι να ψωνίζουν αμέριμνοι από το υστέρημά τους ρουχαλάκια του συρμού φτιαγμένα από παιδικά χέρια που ποτέ δε θα αγκαλιάσουν κούκλα ή από εργάτες χωρίς όνομα, χωρίς ζωή,στοιβαγμένους σε υπόγεια κολαστήρια. Ουδείς αναντικατάστατος.
Δεν ξέρω τελικά ποιος είναι πιο ευτυχισμένος: Ο Fortino Samano ή η καλοχτενισμένη κυρία που δίπλα μου στην παραλία διάβαζε το " λοιπόν " συμπάσχοντας με ξένα πάθη, αρνούμενη πεισματικά να πιτσιλιστεί έστω από την 
ανάγωγη  θάλασσα που απειλούσε να της καταστρέψει τη μιζανπλί.
Σήμερα έχει πορείες παντού. Ο κόσμος προσπαθεί να ξεπεράσει το φόβο του και να δηλώσει πως είναι εκεί, πως υπάρχει, πως στις δικές του πλάτες παίζεται αυτό το τραγικό θέατρο που μετρά ήδη πολλά θύματα.
Πρέπει να απολυθούμε οι ίδιοι για να τολμήσουμε; Πρέπει να αυτοκτονήσουν οι φίλοι μας, να πεθάνουν οι γονείς μας από ελλιπή περίθαλψη, να μεταναστεύσουν τα παιδιά μας ( αν είναι τυχερά ) , για να αφήσουμε την ψεύτικη ασφάλεια του καναπέ μας;
Φοβάμαι κι εγώ. Φοβάμαι πολύ μη χάσω τη δουλειά που τόσο αγαπώ και που μου επιτρέπει να διατηρώ κάποια ίχνη αξιοπρέπειας. Φοβάμαι μην αρρωστήσουν οι δικοί μου και δεν μπορώ να τους βοηθήσω. Φοβάμαι να ανοιχτώ στο διπλανό μου γιατί δεν ξέρω ποιος είναι στ' αλήθεια, γιατί δεν ξέρω πώς θα του φανώ.
Δεν είμαι γεννημένη επαναστάτρια. Φοβάμαι χίλια πράγματα κι ας ξέρω πως το αγαπημένο έδεσμα των φόβων μου είναι τα όνειρά μου.
Φοβάμαι το σκοτάδι, τις κατσαρίδες, το ταξίδι με το λεωφορείο μα πιο πολύ από όλα φοβάμαι μη χάσω τον εαυτό μου. Μην αναγκαστώ να κάνω και να πω πράγματα που δεν τα πιστεύω για να επιβιώσω, για να σώσω το τομάρι το δικό μου κι όσων αγαπώ. 
Φοβάμαι μήπως, όταν θα έρθει κι η δική μου σειρά για το εκτελεστικό απόσπασμα ( γιατί θα έρθει ), δε θα μπορέσω να απολαύσω ένα τελευταίο τσιγάρο, δε θα τολμήσω να κοιτάξω στα μάτια το φακό, δε θα 'χω λόγο να χαμογελάσω...







 Ο Φορτίνο Σαμάνο
καπνίζει και σκέφτεται:

Είμαι ό,τι δεν έζησα,

είμαι η βροχή που θα 'ρθει
να δροσίσει άγνωστων
γυναικών το κορμί.

Ο στρατιώτης με τ' όπλο
σημαδεύει και σκέφτεται:
Με μια κίνηση απλή
θα του κλέψω ό,τι έχει ζήσει.
Είμ' ένας μικρός θεός,
είμ' ένα στοιχειό.
Το τελευταίο τσιγάρο


κι εκείνο σκέφτεται:

Θα γίνω γέλιο να κρυφτώ

σε παιδιά που ξεφαντώνουν
Ο καιρός θα χάνεται
ώσπου κάποιο απ' αυτά
θα φωνάξει "λιμπερτά".
Κι όπως θα κοιτάει τις κάνες
θα βρεθώ στα χείλη του
σαν τσιγάρο ξανά.