Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Η γιορτή της μητέρας (μου)

Εμένα η μαμά μου είναι μια απαλή, φωτεινή μπαλίτσα στο στήθος μου.
Είναι η ζέστη της αγκαλιάς μα αγκαλιά δεν είναι. 
Είναι το πιο λαμπερό βότσαλο στο βυθό του Λιβυκού. 
Είναι ο κότσυφας που με ξυπνάει κάθε ξημέρωμα με το κελάηδημά του μόνο και μόνο για να με καθησυχάσει και να μ' αφήσει να γυρίσω πλευρό χαμογελώντας, δίχως ν' ανοίξω τα μάτια μου.
Ίσως γιατί κι εκείνη, αυτή την ήσυχη ώρα προτιμούσε. Την απολάμβανε πίνοντας τον καφέ της στα σκοτεινά κι ύστερα, όταν όλοι ξυπνούσαν πήγαινε ξανά για ύπνο μήπως ξορκίσει με τα όνειρα το φόβο της μέρας που ερχόταν.
Είναι η απατηλή χαρά των δικών μου ονείρων και το δειλό χάδι πάνω σε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία, μιας ανάμνησης που δεν μου ανήκει, μιας μάνας παιδί, μιας μάνας έφηβης, μιας μάνας ερωτευμένης...Αλήθεια η μαμά μου μου ανήκε τότε;
Είναι η αγωνία και το χτυποκάρδι μου όταν την ψάχνω παντού μέσα μου, όταν πιο πολύ τη χρειάζομαι,  κι αυτή δεν είναι πουθενά. και τότε είναι που τρέμω πως στ' αλήθεια την έχασα οριστικά.
Είναι η απόγνωσή μου όταν ψάχνω να βρω τη μυρωδιά της σ' ένα παλιό της ρούχο, το μόνο αιχμηρό που κράτησα για να ξύνω ηδονικά  μια πληγή που πάει να κλείσει.
Η μαμά μου μ' άφησε για πάντα σ' ένα όνειρο μια νύχτα στη Βουδαπέστη, στο πρώτο μου " μεγάλο ταξίδι ". Ακόμα και τώρα μπορώ να ανακαλέσω με άνεση το γκρίζο λιμάνι, το πνιγμένο στην ομίχλη. Ποιες εικόνες το γέννησαν άραγε; Βλέπω το τεράστιο πλοίο να απομακρύνεται αργά, κι ακούω και τα σχοινιά να τρίζουν καθώς τεντώνονται στους δεμένους ακόμη κάβους τους .
Φοβάμαι τόσο να μην σπάσουν κι από την άλλη το περιμένω, νιώθω δέος γιατί ξέρω πως μετά θα' μαι ελεύθερη. Εγώ θα 'μαι ελεύθερη από κείνη ή εκείνη από μένα; Δεν έχω αποφασίσει ακόμη ποια από τις δυο μας ήταν το καράβι και ποια το λιμάνι. Ποια από τις δυο μας ελευθέρωσε την άλλη...
Δε φοβάμαι πια να την αφήσω μόνη της γιατί την κουβαλάω παντού. Δε χρειάζεται τίποτα να της περιγράψω, τίποτα να της διηγηθώ γιατί ακούει με τ' αυτιά μου και βλέπει με τα μάτια μου. 
Μου μιλάει συχνά με τη φωνή της αδερφής μου, μου αποκαλύπτεται τις πιο απρόσμενες στιγμές με τους πιο απίστευτους τρόπους. 
Παλιά φοβόμουν, ίσως και τώρα ακόμη νιώθω ένα τσίμπημα κάθε φορά που νομίζω πως την έχω ξεχάσει. Και τότε που ψάχνω τις φωτογραφίες της να την ορίσω με λέξεις, με αισθήσεις, για να τη φυλακίσω πάλι. Λέω δυνατά για να μ' ακούσω " Η μαμά μου είχε όμορφα, θλιμμένα  πράσινα μάτια. Είχε σχήμα, είχε χρώμα, είχε φωνή. Η μαμά μου είχε, ήταν. Η μαμά μου ήταν. Ήταν. Ήταν. Η μαμά μου ήταν ".
Το ξέρω πως δεν πρέπει να φοβάμαι, πως είναι χαζό.  Είναι σαν να φοβάμαι που δε βλέπω τον ήλιο, όταν έχει συννεφιά.
Δε θα σου χαρίσω λουλούδια σήμερα, μαμά. Μα θα σου πω πως σ'αγαπώ για το φως και το σκοτάδι σου. Για τους ήλιους και τα απύθμενα πηγάδια σου. Για όσα μου 'δωσες και για όσα μου αρνήθηκες.