Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Τα δεκατέσσερα παιδιά Νικηφόρος Βρεττάκος


Τὰ δεκατέσσερα παιδιά

«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...» μελωδοῦσε γιομίζοντας
τὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπα
καθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,
σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, αναπαύονταν
πάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ έβλεπες
πὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.
Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένα
καὶ στεκόντουσαν γύρω σου. Τὰ μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!...»Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,
τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψεις
τὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζεν
ἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶς
μπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
ῥοδῶνες καὶ κλήματα...» 
Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσες
μποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,
πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-
γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!
Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,
ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέρια
κι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξη
μὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.

Ἀλλὰ ξύπναγες τὸ πρωῒ κι ἄκουγες ποὺ ἔβρεχε.
Σὲ δίπλωνε σὰ μιὰ λύπη τ᾿ ἀδιάβροχό σου
κι ὁ δρόμος γιὰ τὸ σχολειὸ γινόταν πιὸ δύσκολος.
Βάδιζες κ᾿ εἶχες σκυμμένο τὸ πρόσωπο
σὰ νἆταν κάποιος ἀπάνω σου καὶ νὰ σ᾿ ἔκρινε
γιὰ τ᾿ ἄδεια σου χέρια. Σὰ νἄφταιγες μάλιστα,
σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ σὲ μπάτσιζε τὸ χιονόνερο.

Ἔμπαινες στὸ σχολειὸ κ᾿ ὅπως τ᾿ ἀντίκριζες
μοιραζόταν σὲ δεκατέσσερα χαμόγελα τὸ πρόσωπό σου.
Θυμόσουν πὼς ἡ ἀγκάλη σου ἦταν μισὴ
κι ἀνεβαίνοντας πάνω στὴν ἕδρα σου
ἄνοιγες τὴ λύπη σου καὶ τὰ σκέπαζες
ὅπως ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὴ γῆ.

Ὥρα 8 καὶ 20´ ἀκριβῶς.
Τὸ μάθημα ἀρχίζει κανονικά.
Ἐσὺ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἕδρα κι ἀπ᾿ ἀντίκρυ σου ὁ Χριστός,
ἁπαλὸς καὶ γλυκὺς μὲς στὸ κάδρο του,
δίνετε τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους
νὰ τοὺς κάμετε μιὰ στέγη ἀπὸ ζεστασιὰ
γιατὶ σᾶς ἤρθανε καὶ σήμερα μουσκεμένα
κ᾿ ἡ λύπη περπατάει μὲς στὰ μάτια τους
ὅπως ὁ σπουργίτης πάνω στὸ φράχτη.

Τὸ καλαμπόκι δὲν ψώμωσε τὸ περσινὸ καλοκαίρι
κι ἀκοῦς τὸ ψωμάκι ποὺ κλαίει μὲς στὶς μπόλιες τους.
Ὥρα 10 καὶ 20´. Τὸ μάθημα συνεχίζεται.
Οἱ σπουργίτες σου χτυποῦν τὰ φτερά τους.
Τὸ μολύβι πεθαίνει ἀνάμεσα στὰ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.
Ἡ καρδιά σου εἶναι τώρα μιὰ στάμνα σπασμένη.
Τὰ λόγια σου βγαίνουν ἀργὰ σὰ μιὰ βρύση ποὺ στέρεψε:
«Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος...».
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Τὰ μέτρησες δέκα φορές.
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Μετρᾶς τὸ ἕνα χέρι σου
-τ᾿ ἄλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σὲ συννεφιά-
τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Σηκώνεις τὸ πρόσωπο,
κοιτάζεις τὴ στέγη, κάνεις πὼς σκέφτεσαι
σκύβεις πάλι στὴν ἕδρα, ξεφυλλίζεις τὸν Αἴσωπο,
κατεβαίνεις καὶ γράφεις στὸ μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο,
γυρίζεις τὸ κεφάλι σου ἀλλοῦ,
δὲ μπορεῖς ἄλλο παρὰ νὰ κλάψεις.
Παίρνεις τὸ μαθητολόγιο στὰ χέρια σου,
κάτι ψάχνεις νὰ βρεῖς, τὸ σηκώνεις διαβάζοντας
καὶ σκεπάζεις τὸ πρόσωπό σου.

Τὰ σύννεφα ἔχουν μπεῖ μὲς στὴν τάξη.
Ἀντίκρυ σου κι ὁ Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ ἀμηχανία.
Θαρρεῖς καὶ σηκώνει στ᾿ ἀλήθεια τὰ χέρια του
ἑνωμένα στὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπὸ πάνω του.
Νιώθει στενόχωρα ὅπως τὰ μεσάνυχτα στὴ Γεθσημανῆ
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ χτυπήσω τὸν ὦμο
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ: Δός του θάρρος,
βοήθησέ τον νὰ βγεῖ ἀπ᾿ τὴ δύσκολη θέση,
κατέβαινε, διάσχισε τὴν αἴθουσα γρήγορα,
μὴν τὸν ἀφήνεις ἐκτεθειμένο στὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κάνει πὼς συλλαβίζει,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κρύψει τὰ μάτια του.






Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θ' αλλάξει ποτέ...


   Εκείνο που με τρομάζει περισσότερο απ' όλα είναι να χάνω το χιούμορ μου και τα όνειρά μου.
   Τον τελευταίο καιρό μου τα ' χουν πάρει και τα δυο.
   Με λένε ρομαντική και μοιάζει μομφή. Με κατηγορούν για έλλειψη ευελιξίας γιατί δεν μπορώ να δεχτώ πως τα πράγματα αλλάζουν και μαζί τους κι εμείς. Με θεωρούν ανόητη που διεκδικώ ολόκληρο το καρβέλι, γιατί θα χάσω και τα ψιχουλάκια που μου αναλογούν.
Θα επιβιώσουν λέει μόνο όσοι πάνε με το ρεύμα, όσοι το αποδεχτούν και αφεθούν.
Και σε περίπτωση πυρηνικής καταστροφής θα επιβιώσουν οι κατσαρίδες μα εγώ τις φοβάμαι και τις σιχαίνομαι τις κατσαρίδες. Δε θέλω να γίνω μια απ' αυτές.
   Όσα δεν μπορώ να πω με λόγια λοιπόν ας  τα πω μ' ένα τραγούδι...






Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Εις μνήμην του Μίμη, της Άννας και της Λόλας....



     Θα μας δίνουν και συσσίτιο λοιπόν και μάλιστα όχι σε όλους. Γιατί μήπως όλοι δεν το έχουμε ανάγκη; Και οι μόνιμοι και οι αναπληρωτές και οι ωρομίσθιοι και οι οικογένειές όσων εξ ημών έχουν την ατυχία να έχουν παιδιά;
     Προφανώς σκέφτηκαν πως το να λιποθυμήσει ένας μαθητής δεν είναι μεγάλο πρόβλημα. Ποιος θα τον πάρει χαμπάρι; Άλλωστε ένα καλό που έχουν οι πολυπληθείς τάξεις είναι και αυτό: τα παιδάκια στηρίζουν το ένα το άλλο κι έτσι αποφεύγονται πτώσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε τραυματισμούς και λοιπά δυσάρεστα.
    Το να λιποθυμήσει ένας δάσκαλος όμως; Θα γίνει θέμα. Το να πεθάνει είναι θεμιτό καθώς θα δημιουργήσει μια νέα θέση εργασίας, ειδικά αν είναι παλιός και χρυσοπληρώνεται. Χιλιάδες περιμένουν στην ουρά, ούτε που θα καταλάβει κανείς τη διαφορά.
    Στο μεταξύ γιατί κανένας υπεύθυνος δεν αναλαμβάνει να ενημερώσει τον κόσμο γι αυτήν την ανοησία  που κυκλοφορεί ότι οι Έλληνες δάσκαλοι δουλεύουν λιγότερο από τους Ευρωπαίους; Γιατί κανείς δε λέει την αλήθεια πως απλά στο εξωτερικό υπολογίζονται οι ώρες της εφημερίας, των συνεδριάσεων, του φαγητού, του σχεδιασμού διδασκαλίας και κάθε είδους διδασκαλικής δραστηριότητας; Γιατί εμένα κανείς δε μου αναγνωρίζει ότι δουλεύω δυο με τρεις ώρες στο σπίτι μου με έναν υπολογιστή ερείπιο που δεν μπορώ να αντικαταστήσω γιατί δεν έχω χρήματα για να φάω και δε δικαιούμαι συσσίτιο γιατί είμαι μόνιμη;
   Γιατί κανείς δεν ξέρει πως μαθητής του σχολείου μου από τη διπλανή πρώτη έφυγε μετανάστης στην Αυστραλία και τον έβαλαν στην τρίτη τάξη γιατί ήταν πολύ προχωρημένος για το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας; Γιατί κανείς δεν ξέρει πως το παραπάνω οφείλεται στο μόχθο της δασκάλας του και  στην αδιαφιλονίκητα επικίνδυνη βλακεία του δικού μας εκπαιδευτικού συστήματος που απαιτεί από τα παιδιά από τη μια μεριά να αφομοιώσουν ένα τεράστιο όγκο γνώσης κι από την άλλη να μείνουν αγράμματα;
    Ξέρει κανένας γονιός πως μου απαγορεύεται να βγάλω φωτοτυπίες γιατί είναι αντιπαιδαγωγικό ενώ δεν είναι αντιπαιδαγωγικά τα βιβλία τους! Η μεγαλύτερη χάρη που μας έκαναν πέρυσι ήταν που μας  στέρησαν τη σοφία τους.
     Μήπως να πάψουμε πια να ανακυκλώνουμε στις συνελεύσεις τους αυτιστικούς,αναποτελεσματικούς και θλιβερούς εαυτούς μας; Είναι ντροπή πια για τα παιδιά μας που δεν έχουν μέλλον, για εμάς που έκαψαν τα όνειρά μας, για τους δασκάλους των 600 ευρώ που πληρώνουν πάγια 700 ευρώ; Για όσους από εμάς δεν έγιναν δάσκαλοι για να βρουν δουλειά αλλά γιατί αγαπάμε τη δουλειά μας και τον τελευταίο καιρό ξυπνάμε ιδρωμένοι από εφιάλτες και παίζουμε αμπεμπαμπλόμ για να αποφασίσουμε ποια παιδιά θα ρίξουμε στον Καιάδα για να σωθούν τα υπόλοιπα.
    Έχασε άραγε τον ύπνο του κανένας από τη ΔΟΕ; Κανένας μεγαλοσυνδικαλισταράς  που αν μπήκε ποτέ σε τάξη θα ήταν 20 χρόνια πριν; Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις κι είμαι πολύ περήφανη για συναδέλφους συνδικαλιστές που εμένα με  τιμούν με τη φιλία τους και τα παιδιά τους στην τάξη  με τη δουλειά τους. Αλλά δυστυχώς ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη.
    Φέτος δε νομίζω πως θα πάω στη συνέλευση, για πρώτη φορά. Βαρέθηκα να ακούω τα ίδια και τα ίδια, τις ανυποχώρητες, άκαμπτες προτάσεις μας, την αδυναμία που κρύβουμε στο DNA μας να συσπειρωθούμε, να πολεμήσουμε όλοι μαζί.
     Κάθε φορά που βλέπω στο βήμα τα ίδια και τα ίδια πρόσωπα να επαναλαμβάνουν τη μιζέρια τους θέλω να ξεράσω. Οι δεξιοί με τους πασόκους να τσακώνονται για το ποιος έκανε τα περισσότερα λάθη, τον περιούσιο λαό του Πάμε να επαναλαμβάνει με την ίδια  ξύλινη γλώσσα της κατήχησης το επερχόμενο τέλος του κόσμου αλλά να μην αναμιγνύεται με τους υπόλοιπους για να μην νοθευτεί  το κόκκινο  αίμα τους από το γαλάζιο δικό μας, οι συριζαίοι να μην μπορούν πια να ορίσουν τους εαυτούς τους και ο Ανταρσύα είναι εκει ή διασπάστηκε; Οέο;
      Μοιάζουν με  τη σκηνή από τον Τιτανικό που ενώ το πλοίο βουλιάζει, η ορχήστρα συνεχίζει να παίζει. Πάντα αρωτιόμουν γιατί; Για να μην τρομάξει ο κόσμος ή γιατί δεν ακούει κανείς το χαμό γύρω του και βαυκαλίζεται ακούγοντας μόνο τη μουσική του;
     Μπορούμε να συνεχίσουμε να αυνανιζόμαστε κύριοι μέχρι να έρθει η τρόικα να μας κόψει τα χεράκια από τη ρίζα. Αν και είμαι σίγουρη πως κάποιοι θα βρούμε τρόπο να συνεχίσουμε και μετά από αυτό.
    Είμαι θυμωμένη, λοιπόν. Είμαι πολύ θυμωμένη γιατί δεν ξυπνάω πια με χαρά για να πάω στο σχολείο μου, γιατί  ντρέπομαι να αντικρίσω τα παιδιά μου, γιατί δεν τολμώ πια να ονειρευτώ ούτε εγώ.


 Η Αννα τρέχει
                          α) για να πιάσει την πεταλούδα
β) για να σωθεί


Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Καλή σχολική χρονιά...

   Δεν έχω παιδιά. Για να είμαι ειλικρινής, όσο  αιρετικό κι αν ακούγεται αυτό, δε θα ήθελα να είχα. Το βιολογικό μου ρολόι δε χτύπησε ποτέ, δεν έχω τη στόφα της μάνας.
   Κάποιοι λένε πως γι' αυτό είμαι καλή δασκάλα. Ίσως και να έχουν δίκιο.Βλέπετε η σχέση μου με τα παιδιά διατηρεί τη φρεσκάδα , τη ζωντάνια της.
Δεν προλαβαίνω να βαρεθώ. Την αποζητώ, τη στολίζω με εκπλήξεις, μου επιστρέφει τα διπλάσια απ' όσα της δίνω.
Φαντάζομαι πως είναι όπως η σχέση με  εξ΄αποστάσεως εραστή. Σώζεται και διατηρείται ακριβώς γιατί δε φθείρεται από το γυαλόχαρτο της καθημερινότητας. Γυρίζω στο σπίτι μου, γεμίζω τις μπαταρίες μου και είμαι έτοιμη για νέες περιπέτειες. Τα πιτσιρίκια μου με λατρεύουν και με εμπιστεύονται. Είμαι γι΄αυτά πάντα η "μαγική δασκάλα". Θα ήμουν άραγε έτσι αν είχα να ταίσω και να διαβάσω δυο παιδιά στο σπίτι; Ποιος ξέρει;
  Το καλοκαίρι μου φάνηκε πολύ μεγάλο φέτος. Δεν έβλεπα την ώρα να γυρίσω στο σχολείο. Είχα κάνει ένα σωρό σχέδια για να κάνω το μάθημά μου πιο ελκυστικό. Σκεφτόμουν πως αρκετά περνάνε αυτά τα παιδιά στο σπίτι με όλα όσα γίνονται. Το σχολείο ήθελα να ΄ναι ο παράδεισός τους. Χάλασα όλα τα λεφτά μου για να τους αγοράσω βιβλία, να ταξιδεύουν όλο το χρόνο σε μαγικά χαλιά. Στόλισα την τάξη τους να 'ναι σαν παραμύθι με νεράιδες και ξωτικά.Να μην τα αγγίζει κανένας δράκος, καμιά κακιά μάγισσα τρόικα να μην τα τρομάζει.
  Έχουν περάσει μόλις δέκα μέρες από τότε που επιστρέψαμε στο σχολείο και νιώθω ήδη κουρασμένη. Τα δεκαπέντε δύσκολα παιδάκια μου έγιναν εικοσιένα. Τα τρία τμήματα της πρώτης συμπτήχθηκαν σε δύο με αποτέλεσμα να έχω μιάμιση τάξη. Απλά μαθηματικά. Εξοικονομείται έτσι ένας δάσκαλος για να καλύψει κενά αλλού. Σιγά, θα μου πείτε, πώς κάνω έτσι! Οι συνάδελφοι στα ιδιωτικά έχουν εδώ και χρόνια τριάντα και δεν τολμούν να διαμαρτυρηθούν.
  Άλλοι έχουν πολύ περισσότερα.
Πώς τα καταφέρνουν; Τα δικά μου καλά καλά δε χωράνε. Μαζέψαμε το χαλί και τα χρωματιστά μαξιλάρια που είχαμε για να διαβάζουμε λογοτεχνία. Κρύψαμε τα επιτραπέζια, δεν έχει χώρο πια. Εκείνα που κάθονται πίσω δε βλέπουν  στον πίνακα. Δεν πειράζει κι αν έβλεπαν τι θα άλλαζε τάχα; Δεν προλαβαίνουμε να ακούσουμε μουσική, να ζωγραφίσουμε γιατί πάντα κάποιος γράφει. Δεν προλαβαίνω να τα ακούσω όλα, να τα αγκαλιάσω, να τα παρηγορήσω.
  Φωνάζω μόνο, φωνάζω για να σώσω όσα μπορώ. δυο,τρία, πέντε; Βάζω τιμωρίες. Δεν έβαζα ποτέ. Ημουν πάντα χαρούμενη και χαμογελαστή κι ας έκρυβα μέσα μου τα χίλια μύρια όσα. 
  Δεν είμαι πια η δασκάλα που ήμουν. Δεν τολμώ να ονειρευτώ πως θα ξαναγίνω ποτέ. Κάποιος με το απαίσιο ραβδί του με μεταμόρφωσε σε βάτραχο. Ένα μικρό, κακόμοιρο, βραχνιασμένο μπακακάκι.
  Η μαμά ενός από τους παλιούς μου μαθητές μου είπε πως ο γιος της δε θέλει να έρχεται στο σχολείο το πρωί και κλαίει. 
Τι σύμπτωση! Κι εγώ το ίδιο μικρέ μου Αναστάση!