Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Καληνύχτα, κυρία Ζωρζ...



   Όταν ήμουν μικρή οι δάσκαλοί μου είχαν πείσει τη μαμά μου ότι ήμουν ένα αλλόκοτο παιδί, διαφορετικό που θα δυσκολευτεί πολύ να τα βγάλει πέρα στη ζωή του. Στο τέλος έπεισαν κι εμένα.
Ποτέ δεν τους συγχώρεσα γι’ αυτό. Για να τους εκδικηθώ έγινα δασκάλα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο νομίζω, που τα πηγαίνω τόσο καλά με τα « αλλόκοτα » παιδιά.
   Οι γονείς μου δοκίμασαν πολλούς τρόπους για να με  βοηθήσουν  να γίνω φυσιολογική,, και να πετύχω ένα ικανοποιητικό σκορ στην κλίμακα της κανονικότητας.
  Κάποιοι από αυτούς στάθηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικοί όπως τότε ο απέκτησα τον πρώτο μου σκύλο, το Bruno, μια καστανή μπαλίτσα που με συντρόφευε για τα επόμενα 20 χρόνια. Λίγα για άνθρωπο αλλά πολλά για σκύλο. Δεν πέτυχαν και πολλά με την έννοια ότι συνέχισα να είμαι ένα παράξενο παιδί αλλά αβάσταχτα ευτυχισμένο. Στο τέλος νομίζω πως είχα καταφέρει να σκέφτομαι λίγο σκυλίσια και ο Bruno να σκέφτεται λίγο ανθρωπινά. Ήταν εκείνος που μου δίδαξε την πίστη, την αφοσίωση, την αγάπη δίχως όρια κι εκείνος που με φαρμάκωσε με την πρώτη μου απώλεια…  
Άλλοι τρόποι πάλι ήταν επώδυνοι όπως η κατασκήνωση. Δεν ξέρω από πού τους κόλλησε αυτή η ιδέα πως εκεί θα έκανα φίλους, θα είχα δραστηριότητες και θα γινόμουν η miss Δημοφιλής. Θα έλαμπα και όλοι οι γονείς θα ήθελαν τα παιδιά τους να είναι σαν κι εμένα!
   Το χειρότερο ήταν πως όταν γύριζα στο τέλος της κατασκηνωτικής περιόδου το ίδιο ούφο όπως πριν, θεωρούσαν πως έφταιγε η κατασκήνωση κι έτσι την επόμενη χρονιά απλά με έστελναν σε μια άλλη.
Τις θυμάμαι όλες μία προς μία.  Θυμάμαι τη φρίκη που καθόταν στη διπλανή μου θέση όταν μας έπαιρναν τα λεωφορεία από το Πεδίον του Άρεως, την ψυχή μου που ξεριζωνόταν κάθε που μου έδειχναν το ράντζο μου στη σκηνή κι έπρεπε να στρώσω τα μαρκαρισμένα με το όνομά μου σεντόνια…τότε που ήμουν πια πολύ μακριά από το σπίτι μου και είχε πεθάνει και η τελευταία μου ελπίδα…
  Οι μόνες στιγμές που απολάμβανα τότε ήταν εκείνες της υποχρεωτικής, μεσημεριανής σιέστας. Στην αληθινή ζωή απεχθανόμουν το μεσημεριανό ύπνο. Η επιβεβλημένη,  δίωρη σιωπή της κατασκήνωσης όμως μου έδινε το άλλοθι που τόσο επιθυμούσα. Μπορούσα να κρυφτώ κάτω από τα σημαδεμένα μου σεντόνια και να διαβάσω με την ησυχία μου, χωρίς να με ενοχλήσει κανείς.
    Μπορούσα τότε να ξεφύγω από τη φυλακή μου, να χωθώ μέσα στα βιβλία μου και να ταξιδέψω όπου ήθελε η ψυχή μου.
Σ’ αυτές τις σύντομες αποδράσεις πολλές φορές με είχε συντροφέψει η Ζωρζ Σαρή. Πόσο τη θαύμαζα κι αυτή και την κολλητή της την Άλκη Ζέη. Όταν κάποτε απέκτησα κι εγώ κολλητή – όχι στην κατασκήνωση ασφαλώς- μας φανταζόμουν κι εμάς κάπως έτσι…
   Αυτή , ανάμεσα σε άλλους με έκανε να αγαπήσω τα βιβλία και να μη νιώσω ποτέ μοναξιά. Με συντρόφεψαν αμέτρητες φορές από τότε  στις διακοπές με τη σκηνή, στα πλοία και στα τρένα, στις ουρές στις τράπεζες και στις δημόσιες υπηρεσίες, σε πάρκα,  σε νοσοκομεία….παντού.
Τι ανεπανάληπτη εκείνη η αίσθηση που έχω όταν  ένα βιβλίο που με μάγεψε τελειώνει και προσπαθώ να το καθυστερήσω όσο μπορώ να φτάσω στο τέλος…
Ή να ξανασυναντώ παλιά, διαβασμένα, σημειωμένα βιβλία που μου θυμίζουν ανθρώπους και ιστορίες. Κι αν έχει ξεμείνει και λίγη άμμος στις σελίδες τους, τι χαρά!
    Και τι όμορφα να μοιράζομαι με τους φίλους μου τα αγαπημένα μου βιβλία. Γιατί και φίλους έκανα και μια χαρά στη ζωή μου τα κατάφερα, παρά τα προγνωστικά που ήταν εναντίον μου….









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου