Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Του Ευαγορα



    Η 13η Μαρτίου είναι η μέρα μνήμης για το δεκαοχτάχρονο αγωνιστή της ΕΟΚΑ που απαγχόνισαν οι Άγγλοι . Ο Ευαγόρας δικάστηκε και καταδικάστηκε για τους αγώνες του ενάντια στην βρετανική αποικιοκρατία και υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. 
     Οι Άγγλοι αγνόησαν τις εκκλήσεις του κυπριακού λαού για απονομή χάριτος. Ο ίδιος άλλωστε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δε διευκόλυνε τους υπερασπιστές του. Παραδέχτηκε την ενοχή του: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο».

    Ο Βαγορής στο τελευταίο γράμμα του δήλωσε «Θ' ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να 'ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το καθετί. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»
Τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου του 1957 οδηγήθηκε στην αγχόνη. Τραγούδησε τον Εθνικό Ύμνο.    Δύο λεπτά αργότερα  η καταπακτή της Ιστορίας κατάπιε τον   Ευαγόρα Παλληκαρίδη.
Αργότερα τον έθαψαν, όπως και άλλους αγωνιστές, στα "φυλακισμένα μνήματα". Εκεί, σε ένα χώρο μέσα στη φυλακή έθαβαν τους απαγχονισμένους αγωνιστές για να μη γίνουν οι κηδείες τους αφορμή για νέους ξεσηκωμούς. 
    Στα φυλακισμένα μνήματα λοιπόν κι ο Ευαγόρας , σαν να μην ήταν ο θάνατος από μόνος του μια φυλακή... ή μήπως δεν ήταν;
   Στα προηγούμενα βιβλία υπήρχε ένα πού όμορφο ποίημα του Ρόδιου ποιητή Φώτη Βαρέλη για το Βαγόρη. Θυμάμαι πόσο δυσκολευόμουν κάθε φορά που είχα να το διδάξω  να μην τσακίσω τη φωνή μου, να κρατήσω όσο μπορώ ανοιχτά τα μάτια μου για να μην κυλήσουν τα δάκρυα που ανέβαιναν και μ΄έπνιγαν. Πόσο είχα ντραπεί τα παιδιά την πρώτη φορά! Τους ζήτησα συγνώμη.
  Μέχρι που έτυχα μπροστά στη διδασκαλία παλαίμαχου δασκάλου που καμιά προσπάθεια δεν έκανε να κρύψει το συναίσθημά του, που άφησε τα δάκρυά του να τον λυτρώσουν μπροστά σ΄εμένα, μπροστά στους μαθητές του χωρίς να φοβάται. Κι από τότε κατάλαβα πως ό, τι αξίζει σ΄αυτή τη δουλειά είναι η αλήθεια που οφείλουμε στις ψυχές που έχουμε απέναντί μας και πως το δάκρυ και το γέλιο μας βρίσκουν πιο εύκολα το δρόμο για  τις καρδιές και το μυαλό τους απ' ότι  τα λόγια μας.
   Στα καινούρια  βιβλία ( που θα παραμείνουν καινούρια για τα επόμενα είκοσι χρόνια τουλάχιστον, φαντάζομαι ) το ποίημα του Βαρέλη δεν υπάρχει. Πού να βρει ο καημένος ο Βαγορής το δρόμο του ανάμεσα σε τουριστικούς οδηγούς, σε συνταγές μαγειρικής και οδηγίες συναρμολόγησης παιχνιδιών...
   Λένε πως δεν πεθαίνει κανείς όσο υπάρχουν κάποιοι που τον θυμούνται. Εγώ τον είχα ξεχάσει το Βαγορή κι ας είχα κλάψει γι' αυτόν σαν να τον ήξερα. Μου τον θύμισε καλός φίλος, δάσκαλος κι αυτός, και χάρη σ΄εκείνον ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης δεν καταδικάστηκε στη φυλακή και της δικής μου λήθης.
  Θα τον γνωρίσω και στους μαθητές μου κι ύστερα θα αφήσω να διαλέξουν εκείνοι τι θα κρατήσουν και τι θα πετάξουν...


 
ΤΟΥ ΒΑΓΟΡΗ
 
Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ' άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν άκ'σε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι;
- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος · και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ' αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ, που μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα 'πε κι απλώθηκε σιωπή πα 'στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ' εκείνο τ' αδειανό, παντοτινά γεμάτο.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου